- προσηκούσας
- προσηκούσᾱς , προσήκωto have comepres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)προσηκούσᾱς , προσήκωto have comepres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσήκουσας — προσακούω hear besides aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неслоухмѧныи — (1*) пр. Неслыханный, неподобающий: И како извѣтъ створимъ... испытающе испытань˫а лукавна˫а неслухмѧна˫а (οὐ προσηκούσας!) ФСт XIV, 229б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… … Dictionary of Greek